- ανθοσπέρνω
- σπέρνω λουλούδια, γεμίζω έναν τόπο με λουλούδια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
ανθόσπαρτος — η, ο 1. ανθοσπαρμένος, γεμάτος άνθη 2. μτφ. γεμάτος ευτυχία, ευτυχισμένος, ολόχαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανθοσπέρνω. Η λ. απαντά από το 1875 στον Αλ. Ρ. Ραγκαβή, καθηγητή της αρχαιολογίας, ποιητή και συγγραφέα] … Dictionary of Greek